Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ευγένιος Τριβιζάς

Μια συνέντευξη του μαγικού Ευγένιου Τριβιζά στο Bookpress και την Αναστασία Καμβύση.



«Πολεμάω το σκοτάδι με έναν ηλιόσπορο»  
Ο αρχιμάστορας της φαντασίας Ευγένιος Τριβιζάς ξεχωρίζει τους αγαπημένους του ήρωες από τους δεκάδες που έχει σκαρώσει και αποκαλύπτει τι έχει μάθει από τα παιδιά.
Της Αναστασίας Καμβύση

Παραδόξως, ο Ευγένιος Τριβιζάς υπάρχει. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2001, όταν η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα και ο ίδιος έτοιμος να (ξανα)κατακτήσει τον κόσμο, του βιβλίου έστω, με σύμμαχο την «Τελευταία μαύρη γάτα» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).  Έκτοτε έχει γράψει δεκάδες βιβλία, ενώ μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αγγλία, όπου τον κρατούν οι διδακτικές υποχρεώσεις του (με την ιδιότητα του εγκληματολόγου) σε διάφορα πανεπιστήμια. Αυτή η άλλη του ιδιότητα τον καθιστά ειδήμονα σε τεχνικές ανάκρισης και αντοχής σε βασανιστήρια, κι έτσι, παρόλο που προσπάθησα, δεν κατάφερα να του αποσπάσω μεγάλες αλήθειες ή μικρά ψέματα για τον εαυτό του.  Έμαθα μονάχα πως «γράφει τα βιβλία του με φτερό παγονιού βουτηγμένο σε μελάνι ασημένιας σουπιάς, μαθαίνει τον παπαγάλο του να μιλάει αρχαία νορβηγικά και  ψάχνει να βρει το όγδοο χρώμα του ουράνιου τόξου» και ότι, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν πολλοί μελετητές του, «δεν γεννήθηκε στη Χώρα της Πρωταπριλιάς, στη χώρα δηλαδή όπου ο κόσμος λέει μόνο μία μέρα τον χρόνο την αλήθεια».

Ας ξεκινήσουμε με μια μεγάλη παρεξήγηση. Μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού (ειδικά εκείνοι οι τρεις υπερήλικες στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Πίνδου) νομίζουν ότι γράφετε βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά. Στην πραγματικότητα, τα βιβλία σας απευθύνονται σε μεγάλους, δίποδους και τετράποδους, ζώα που μιλούν, αντικείμενα που ζωντανεύουν και φιλικούς εξωγήινους. Πότε αποφασίσατε ότι θέλετε να γράψετε για μικρότερους αναγνώστες και γιατί;
Όλα άρχισαν όταν δύο πειρατές πήδηξαν από το παράθυρο στην κρεβατοκάμαρά μου και άρπαξαν τη γιαγιά μου και τη γυάλα με το χρυσόψαρο. Δεν ξέρω τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου, αλλά εγώ τους ακολούθησα, με αποτέλεσμα να βρεθώ στο αμπάρι ενός πειρατικού καραβιού, το οποίο ήταν γεμάτο με κλεμμένο χαρτοπόλεμο. Όταν το πειρατικό καράβι βυθίστηκε στον Ωκεανό των Παφλασμών και με κατάπιε μια γαλάζια φάλαινα, άρχισα να γράφω για να περνάει η ώρα μου.


Λατρεύω μία από τις πρώτες σας ιστορίες, τον «Χιονάνθρωπο και το κορίτσι». Πόσο έχετε αλλάξει από την εποχή που το γράψατε;
O ήρωας της ιστορίας που αναφέρετε, ο Τουρτούρι ο χιονάνθρωπος, προσπαθώντας να πάει στον Βόρειο Πόλο για να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στη Μαριάννα, το κορίτσι που τον έφτιαξε να μη λιώσει ποτέ, περνάει από τη Χώρα των Λασπανθρώπων, τη Χώρα των Ψωνιστών Ανθρώπων, που τρελαίνονται να ψωνίζουν, και τη Χώρα των Κανονικών Ανθρώπων, που λατρεύουν τα κανόνια.  Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχω γίνει ακόμα ούτε Λασπάνθρωπος ούτε Ψωνιστός ούτε Κανονικός Άνθρωπος.

Είστε μέγας αρχιτέκτονας της γραφής του παραλόγου. Γιατί πιστεύετε ότι ενθουσιάζει τόσο τα παιδιά;
Επειδή προσφέρει την αίσθηση ότι όλα είναι δυνατά, ότι πάντα υπάρχει ελπίδα.

Έχετε δοκιμάσει να γράψετε στα αγγλικά;
Μερικά βιβλία μου, όπως τα «Τα τρία μικρά λυκάκια» και ο «Πρίγκιπας Παμπερόνι», τα έχω γράψει απευθείας στα αγγλικά. (σ.σ.: Το 1993 «Τα τρία μικρά λυκάκια» –εκδ. Picture Books– έφτασαν στη δεύτερη θέση των αμερικανικών παιδικών μπεστ σέλερ.)

Από τους ήρωες που έχουν ξεπηδήσει από τη φαντασία σας λατρεύω τον Τουνελόδρακο και την Εβενίνα. Εσείς μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιους;
Από τους πιο αγαπημένους μου ήρωες είναι ο Αχυρούλης, το σκιάχτρο που ονειρεύεται να πετάξει, από το βιβλίο «Το όνειρο το σκιάχτρου», η πριγκίπισσα Δυσκολούλα από το ομώνυμο βιβλίο, ο Θάνος, το κολοκυθάκι από τη «Φρουτοπία», το Γκουντούν από τη σειρά «Η Χαρά και το Γκουντούν», ο Γουργουριστός από τα «Γουρουνάκια Κουμπαράδες» και η μάγισσα Φρικαντέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη από τη «Μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα».

Τι όνειρα βλέπει ένας εγκληματολόγος τα βράδια; Και πώς συνδυάζονται με την πραγματικότητα ενός παραμυθά;
Κλέφτες φλουριών βασιλόπιτας, μητριές που δηλητηριάζουν Χιονάτες και πειρατές που το αγαπημένο τους φαγητό είναι τηγανητές ουρές γοργόνας.

Πώς πολεμάτε το σκοτάδι γύρω και μέσα σας;
Με έναν ηλιόσπορο που, όταν τον φυτεύεις, φυτρώνει ένας ήλιος. Για περισσότερες λεπτομέρειες, σας παραπέμπω στο βιβλίο μου «Ο ήλιος της Λίζας» (εκδ. Κέδρος).

Κάποιοι ψυχολόγοι λένε πως το αγαπημένο σου ζώο δείχνει πολλά για τον χαρακτήρα σου. Ποιο είναι το δικό σας;
Μια αλεπού που ζει στον κήπο μου και μια πασχαλίτσα που της αρέσει να περιφέρεται στην οθόνη του υπολογιστή μου.

Τι μάθατε από την πολύχρονη επικοινωνία σας με το αναγνωστικό σας κοινό και, ειδικότερα με τα παιδιά;
Ότι δεν πρέπει να τα υποτιμάμε, ούτε να τους φερόμαστε συγκαταβατικά. Καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα θέλουμε να πιστεύουμε.

Το έχετε πει χιλιάδες φορές και το έχετε κάνει άλλες τόσες με τα βιβλία σας, αλλά ας κυλιστούμε στον βούρκο της επανάληψης. Πώς μπορείς να κάνεις ένα παιδί ευτυχισμένο;
Άλλοτε με ένα πεφταστέρι και μια αποκριάτικη κορδέλα, άλλοτε με μια κόκκινη κλωστή παραμυθιού, άλλοτε μ’  ένα τετράφυλλο τριφύλλι και μια μαργαρίτα που λέει πάντα  «σ’ αγαπώ» και άλλοτε με ένα αόρατο πράσινο καγκουρό.

Εσάς, τι σας κάνει ευτυχισμένο;
Τα χρώματα, οι ήχοι, οι σκιές. Τα ηλιοτρόπια της Ισπανίας, οι σαύρες του Άγιου Δομίνικου, οι μπουκαμβίλιες της Πλάκας, οι υπόνομοι του Αμβούργου, οι κόκορες της Ντελαγκράτσια, οι κάκτοι της Αριζόνας, τα φλιτζανάκια του καφέ της Βιέννης, τα καμπαναριά της Μπολόνιας και μια βυσσινάδα με παγάκια από δροσοσταλίδες στο δάσος με τα ερωτευμένα τρυποκάρυδα.

Θα ήθελα να σας δώσω την ευκαιρία να ομολογήσετε ότι είστε ένας επικίνδυνος επαναστάτης, που με κάθε τρόπο προτρέπει τα παιδιά να εξεγερθούν, να πάνε κόντρα στο ρεύμα (πιόνια δραπετεύουν από σκακιέρες, ποντίκια θέλουν να φάνε γάτες κ.λπ.). Δεν είναι μόνο το παράλογο του πράγματος, είναι και το αντισυμβατικό. Τι απαντάτε;
Ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν να ξεπερνάνε την πραγματικότητα, όχι μόνο να την υπηρετούν. Προσαρμόζοντας το παιδί στη δική μας πραγματικότητα, δολοφονούμε την ικανότητά του να ονειρεύεται.

Ο «Έβδομος σταθμός» παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Τρένο στο Ρουφ, τα «Μαγικά μαξιλάρια» στην παιδική σκηνή του Εθνικού, το «Για μια χούφτα μπάμιες» στο θέατρο Πειραιώς 131, ο «Ταύρος που έπαιζε πίπιζα» στο θέατρο Ακάδημος στην Αθήνα και  η «Κούλα η κατσικούλα» στο Νέο Θέατρο Θεσσαλονίκης. Μου δίνετε την εντύπωση ενός άξιου ιππότη της Τελειομανίας. Πώς τα βγάζετε πέρα τώρα που όλου αυτοί οι σκηνοθέτες ανεβάζουν τα έργα σας; Πώς καταφέρνετε να μην παθαίνετε κρίσεις πανικού, ενώ ξέρετε πως ο τρόπος που θα παρουσιαστεί το έργο σας είναι πλέον στα χέρια τόσο πολλών και διαφορετικών ανθρώπων;
Όπως με μεταφράσεις βιβλίων σε γλώσσες που ούτε λέξη τους δεν γνωρίζεις, έτσι και με το ζωντάνεμα έργων σε θεατρικές σκηνές εμπιστεύεσαι και ελπίζεις. Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για αναδημιουργίες, και τυχερός ο συγγραφέας που βρίσκει δημιουργικούς μεταφραστές και σκηνοθέτες. Ειδικά το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου είναι μια συλλογική προσπάθεια. Ο συγγραφέας βρίσκεται στο έλεος σκηνογράφων, χορογράφων, ενδυματολόγων και, κυρίως, σκηνοθετών, που ο καθένας τους δίνει τη δική του πνοή στο έργο. Στο «Όνειρο του σκιάχτρου», για παράδειγμα, άλλοι τονίζουν τα χιουμοριστικά, άλλοι τα τραγικά, άλλοι τα ερωτικά, άλλοι τα πολιτικά και άλλοι τα μεταφυσικά στοιχεία, και αυτό χωρίς να επεμβαίνουν στο κείμενο. Είναι σαν να παρακολουθώ κάθε φορά ένα διαφορετικό έργο. Αυτή η δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων, όμως, έχει και τη θετική της πλευρά, εγγυάται τη μακροβιότητα ενός έργου.

***